Οι Θέσεις των Οργανώσεών μας για τον νέο ενωσιακό Κανονισμό για την ανάπτυξη των ΑΠΕ

Ο νέος Κανονισμός για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ)1 εγείρει σοβαρά νομικά και
πολιτικά ζητήματα και ενδέχεται να είναι εν πολλοίς μη εφαρμόσιμος στην πράξη. Εισάγει
το τεκμήριο ότι οι ΑΠΕ συνιστούν έργα «υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για λόγους
δημόσιας υγείας και ασφάλειας», το οποίο θα πρέπει να ακολουθείται όταν η Διοίκηση
καλείται κατά την αδειοδοτική διαδικασία νέων έργων να σταθμίσει έννομα συμφέροντα
εντός κι εκτός περιοχών Natura 2000.
Αυτό σημαίνει ότι τα έργα ΑΠΕ θα έχουν πλέον προτεραιότητα κατά τεκμήριο (αν και αυτό
είναι μαχητό) όταν, κατά την αδειοδοτική διαδικασία, θα σταθμίζονται σε σχέση με άλλα
έννομα αγαθά όπως είναι η προστασία της βιοποικιλότητας, υπονομεύοντας έτσι το
ευρωπαϊκό περιβαλλοντικό κεκτημένο. Καταρρίπτεται δηλαδή στην πράξη το σκεπτικό και οι
στόχοι της Οδηγίας για τους Οικοτόπους, της Οδηγίας για την προστασία των Πουλιών,
καθώς και της Οδηγίας-Πλαίσιο για τα νερά. Παραβιάζεται η Αρχή της Προφύλαξης και
αφαιρείται ο λόγος ύπαρξης της «δέουσας εκτίμησης», ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να έρχεται
σε αντίθεση με ένα μεγάλο τμήμα της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(ΔΕΕ).
Υπενθυμίζεται ότι η Αρχή της Προφύλαξης αναφέρεται στο άρθρο 191 παράγραφος 2 της
Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ως μία από τις κατευθυντήριες
αρχές της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος και, ως εκ
τούτου, κάθε παράγωγο δίκαιο πρέπει να συμμορφώνεται με αυτήν. Δυστυχώς, αυτό δεν
συμβαίνει με τον συγκεκριμένο αυτό νέο Κανονισμό. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
ακολουθώντας μη νομοθετική διαδικασία και ενημερώνοντας απλά το Ευρωκοινοβούλιο,
δεν έκανε επαρκή διαβούλευση (ως όφειλε) και, με τη δικαιολογία του κατεπείγοντος, δεν
μεσολάβησε ουδεμία εκτίμηση των περιβαλλοντικών κινδύνων που θα προκύψουν. Αξίζει δε

1 Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2577 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2022 σχετικά με τη θέσπιση
πλαισίου για την επιτάχυνση της ανάπτυξης ανανεώσιμης ενέργειας, Επίσημη Εφημερίδα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 335 29 Δεκεμβρίου 2022

να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός αυτός βασίζεται στις γεωπολιτικές εξελίξεις και την τρέχουσα
ενεργειακή πραγματικότητα, και δεν γίνεται καμία αναφορά ως προς το τι θα συμβεί με τον
Κανονισμό εάν ο πόλεμος λήξει εντός της περιόδου εφαρμογής του 18μήνου και πριν το
χρόνο αναθεώρησής του.
Μέσω αυτού του απαράδεκτου νομικού κειμένου στοχοποιείται άδικα η περιβαλλοντική
αδειοδότηση και δημιουργούνται νέες νομικές αβεβαιότητες και ασάφεια δικαίου, οι οποίες
θα δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα καλούνται να λύσουν. Συλλήβδην, το
σύστημα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης χαρακτηρίζεται ως α. ανορθολογικό, β. βραδύ,
γ. περίπλοκο. Ωστόσο δεν έχει γίνει πρόσφατα κάποιο fitness check στη νομοθεσία της ΕΕ για
την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων και δραστηριοτήτων, το οποίο να
στηρίζει αυτούς τους ισχυρισμούς.
Επίσης, ο Κανονισμός θέτει μια σειρά προϋποθέσεων που τουλάχιστον στη χώρα μας δεν
έχουν χωρήσει, όπως είναι η ύπαρξη στόχων διατήρησης για τα είδη και τους οικοτόπους, με
σκοπό τη διατήρηση ή επίτευξη Ευνοϊκής Κατάστασης Διατήρησης. Τέτοιοι στόχοι δεν έχουν
ακόμα θεσπιστεί στην Ελλάδα, παρότι υπάρχει σχετική ενωσιακή υποχρέωση εδώ και πάρα
πολλά χρόνια. Άλλες σημαντικές ελλείψεις στο ελληνικό νομικό και θεσμικό πλαίσιο, που
αφορούν την εφαρμογή του Κανονισμού, είναι η έλλειψη επικαιροποιημένου συστήματος
χωρικού σχεδιασμού των ΑΠΕ, η έλλειψη σχεδίων διαχείρισης για τις περιοχές Natura 2000
και η έλλειψη αποτελεσματικού, ανεξάρτητου συστήματος περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων
και ελέγχων για την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.
Θεωρούμε λοιπόν απαραίτητο να επισημάνουμε, με συγκεκριμένα επιχειρήματα, ότι ο νέος
αυτός Κανονισμός εγείρει σοβαρά νομικά ζητήματα και είναι ατελέσφορος από πολιτική
άποψη για τους λόγους που παραθέτουμε εν συντομία παρακάτω:

Νομικά Ζητήματα
1. Το περιβαλλοντικό κεκτημένο που έχει σταδιακά οικοδομηθεί από την δεκαετία του
1990 όσον αφορά σχεδιαζόμενα έργα και τις επιπτώσεις τους στις προστατευόμενες περιοχές
και στη βιοποικιλότητα συνοψίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ,
σύμφωνα με την οποία έργο που κατά τη διαδικασία της «δέουσας εκτίμησης»
πιθανολογείται ότι θα πλήξει την ακεραιότητα περιοχής NATURA 2000 επιφέροντας
αρνητικές επιπτώσεις σε τύπους οικοτόπων και είδη προτεραιότητας απορρίπτεται κατ’
εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης. Η τελευταία είναι βασική καταστατική αρχή της ΕΕ,
σύμφωνα με το άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής
Ένωσης (ΣΛΕΕ). Και μόνο κατ’ εξαίρεση, με εξέταση κάθε περίπτωσης έργου ή
δραστηριότητας μεμονωμένα, με συγκεκριμένο τρόπο και αυστηρά κριτήρια και
προϋποθέσεις που δύνανται να κριθούν δικαστικά μπορεί μέχρι σήμερα να εφαρμοστεί η
παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου και να αποφασιστεί πως ένα έργο κρινόμενο ειδικά –και
όχι ολόκληρη κατηγορία έργων – δύναται να εκτελεστεί για λόγους υπέρτερου δημοσίου
συμφέροντος, εφόσον δεν μπορεί να κατασκευαστεί σε εναλλακτική τοποθεσία και
υπάρχουν «αντισταθμιστικά μέτρα» που μπορούν να εφαρμοστούν για να διασφαλίσουν
τη συνολική συνοχή του δικτύου NATURA 2000, οπότε τότε και μόνον τότε το έργο αυτό
μπορεί να αδειοδοτηθεί.

2. Ο νέος αυτός Κανονισμός ανατρέπει αυτή τη νομική τάξη και μετατρέπει την
παράγραφο 4, του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ από εξαίρεση σε κανόνα για όλα
ανεξαιρέτως τα νέα έργα ΑΠΕ, μικρά ή μεγάλα, με οριζόντιο τρόπο. Δίνοντας με αυτόν τον
τρόπο το πράσινο φως σε κάθε έργο ΑΠΕ που διακυβεύει την ακεραιότητα των περιοχών
Natura 2000, η πρόταση δεν παραβιάζει απλώς την αρχή της προφύλαξης και αφαιρεί τον
λόγο ύπαρξης της «δέουσας εκτίμησης», αλλά αντίκειται επιπλέον και σε ένα μεγάλο σώμα
νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) 2. Η νομολογία που έχει
διαμορφωθεί από το ΔΕΕ για την εφαρμογή της παραγράφου 4 επιβάλει την αυστηρή και
συσταλτική εφαρμογή της και επιτρέπει την έγκριση έργου ή σχεδίου με σημαντικές
επιπτώσεις στην προστατευόμενη βιοποικιλότητα μόνο με προσεκτική εξέταση των ειδικών
περιστάσεων κάθε έργου που το καθιστούν «υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος» έναντι της
ζημιάς που επαπειλείται. Επιπλέον το δικαστήριο ζητά να αποδειχθεί ότι το έργο είναι επί
της ουσίας αναπότρεπτο, ότι δηλαδή δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις, καθώς και ότι έχουν
σχεδιαστεί και θα ληφθούν αποτελεσματικά αντισταθμιστικά μέτρα. Δεν είναι περίεργο που
υπό αυτές τις συνθήκες στη χώρα μας είναι εξαιρετικά σπάνια η εφαρμογή της παραγράφου
4 του άρθρου 6 της οδηγίας των οικοτόπων και πάντως, καθόσον γνωρίζουμε, δεν έχει
εφαρμοστεί ποτέ σε έργα ΑΠΕ3
.

3. Εξάλλου, αναφέρεται στο Προοίμιο του Κανονισμού ότι το τεκμήριο του υπέρτερου
δημοσίου συμφέροντος είναι «μαχητό», ωστόσο στη διατύπωση αυτή δεν υπάρχει η
παραμικρή ένδειξη πως μπορεί να ανατραπεί το τεκμήριο, παρά μόνο ίσως με την παραδοχή
πως υπήρχαν άλλες καλύτερες εναλλακτικές λύσεις που ΔΕΝ εξετάστηκαν και ΔΕΝ υπάρχουν
μέτρα αποτροπής των επιπτώσεων ή αντισταθμιστικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν
για να διαφυλαχθεί η συνολική συνοχή του δικτύου Natura 2000. Είναι προφανές ότι κανένας
επενδυτής δεν θα παραδεχόταν κάτι τέτοιο και ότι οι αδειοδοτούσες αρχές στη χώρα μας
τουλάχιστον δεν έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν από μόνες τους σε τέτοιες
αξιολογήσεις και παραδοχές. Αναμένουμε ωστόσο ερμηνευτικές διατάξεις από την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
4. Με άλλα λόγια, αν εγκριθεί η νέα ρύθμιση θα καταργηθεί πρακτικά στα κράτη
μέλη και στη χώρα μας η δυνατότητα να απορριφθεί η περιβαλλοντική αδειοδότηση
οποιουδήποτε έργου ΑΠΕ και συνοδών, οπουδήποτε κι αν αυτό χωροθετηθεί, και
ενδέχεται να θεσπιστεί ένας μηχανισμός παραγωγής περιβαλλοντικών μελετών που θα
παραδέχονται σοβαρές επιπτώσεις, θα παραθέτουν εναλλακτικές που εξετάστηκαν και θα
εισηγούνται περιβαλλοντικούς όρους μετριασμού των επιπτώσεων και αντισταθμιστικά
μέτρα – η αποτελεσματικότητα ή αναποτελεσματικότητα των οποίων θα κριθεί δυστυχώς
μετά από πολύ καιρό στο πεδίο, αν υποθέσουμε ότι ποτέ θα πραγματοποιηθεί τέτοιος

2 Βλ. χαρακτηριστικά, απόφαση 16/07/2020 στην υπόθεση C-411/19 WWF Italia Onlus e.a. κατά ANAS,
απόφαση 20/09/2007 στην υπόθεση C 304/05 Επιτροπή κατά Ιταλίας, απόφαση 17/04/2018 στην
υπόθεση C 441/17 Επιτροπή κατά Πολωνίας (Δάσος Białowieża).
3 Πάντως σε κάποιες χώρες κάποια έργα ΑΠΕ έχουν χαρακτηριστεί μετά από αξιολόγηση κατά
περίπτωση ως υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος και έχουν προχωρήσει παρά τις αρνητικές
επιπτώσεις, γεγονός που δείχνει ότι αρκεί η ισχύουσα εκδοχή της παραγράφου 4 του άρθρου 6 της
οδηγίας των οικοτόπων για να υπερκεραστεί η υποχρέωση διατήρησης της ακεραιότητας των τόπων
Natura 2000 κατά το ενωσιακό δίκαιο και δεν χρειάζεται να θεσπιστεί οριζόντια ρύθμιση.

έλεγχος από τους Επιθεωρητές Περιβάλλοντος ή άλλο σώμα επιφορτισμένο με τέτοια
αρμοδιότητα – και εν συνεχεία θα λαμβάνουν σχεδόν αυτομάτως περιβαλλοντική άδεια.
5. Επισημαίνουμε ότι τα όργανα της ΕΕ δεν έχουν την αρμοδιότητα, χρησιμοποιώντας
τις έκτακτες διαδικασίες του άρθρου 122 της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα
λήψης μέτρων για αντιμετώπιση οικονομικής κρίσης, δηλαδή κυρίως οικονομικών μέτρων,
να προχωρήσουν σε τόσο ριζική και δυσανάλογη, με μια μονοκοντυλιά ανατροπή
κρίσιμων πυλώνων του περιβαλλοντικού κεκτημένου που θα διαρκέσει μάλιστα όχι μόνο
για το σύντομο διάστημα των 18 μηνών ισχύος του Κανονισμού αλλά για τις πολλές δεκαετίες
του κύκλου ζωής ενός έργου, το οποίο θα αδειοδοτηθεί με βάση αυτόν τον Κανονισμό με
αρνητικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα. Επιπλέον, εύλογη ανησυχία προκαλεί το
δημοκρατικό έλλειμμα που δημιουργείται με την απουσία οποιαδήποτε έστω και
συνοπτικής συζήτησης της πρότασης στο Ευρωκοινοβούλιο, παρά τις επιταγές των
καταστατικών πράξεων της ΕΕ, και ειδικότερα του άρθρου 11, παράγραφος 3, της Συνθήκης
για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία καλεί για συνοχή και διαφάνεια των δράσεων της Ένωσης
μέσω ευρέων διαβουλεύσεων. Καθώς όλες οι πράξεις της ΕΕ υπόκεινται σε έλεγχο
νομιμότητας από το ΔΕΕ, κατά τη γνώμη των οργανώσεων που υπογράφουν την παρούσα, η
Επιτροπή και οι υπουργοί ενέργειας θα έπρεπε να εξετάσουν με την μέγιστη προσοχή τις
αιτιάσεις των περιβαλλοντικών οργανώσεων πριν εγκριθεί η επίμαχη πρόταση έκτακτου
Κανονισμού.
6. Ως προς το Άρθρο 3 του Κανονισμού, αυτό προβλέπει ότι: «Όσον αφορά την
προστασία των ειδών, το προηγούμενο εδάφιο θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε
περίπτωση και κατά τον βαθμό που, αφενός, λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα διατήρησης των
ειδών, τα οποία συμβάλλουν στη διατήρηση ή την αποκατάσταση των πληθυσμών του είδους
σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης και, αφετέρου, διατίθενται επαρκείς οικονομικοί
πόροι και εδαφικές ζώνες για τον σκοπό αυτόν». Εδώ η διατύπωση χωράει ποικίλες
ερμηνείες. Αρχικά, η ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης ενός είδους δεν μπορεί παρά να
συνδέεται με την επίτευξη των στόχων διατήρησης που (θα έπρεπε να) έχουν οριστεί για
αυτό, σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο περιοχής NATURA. Η εφαρμογή ενός Κανονισμού
τέτοιας ισχύος δεν μπορεί να βασίζεται σε υποκειμενικές εκτιμήσεις των μελετητών ή της
εκάστοτε αδειοδοτούσας αρχής, αλλά θα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά και
μετρήσιμα στοιχεία (όπως οι Στόχοι Διατήρησης). Το ίδιο ισχύει και με τα «κατάλληλα μέτρα
διατήρησης», τα οποία θα πρέπει να προέρχονται από επίσημες αναφορές (πχ Action Plans)
ή ακόμα και από θεσμοθετημένα, μέσω της διαδικασίας ΕΠΜ/ΠΔ, μέτρα διατήρησης για τις
περιοχές NATURA.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε για μη συμμόρφωση με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ
για τους οικοτόπους, καθώς δεν καθόρισε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας τους
κατάλληλους στόχους διατήρησης και τα αναγκαία μέτρα διατήρησης για τις
προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000 στην Ελλάδα. Άρα, σε αυτή την
περίπτωση, πως εφαρμόζεται η ρήτρα αυτή του Κανονισμού;
7. Ως προς το Άρθρο 4 του Κανονισμού, αυτό προβλέπει ότι: τα κράτη – μέλη «μπορούν
να εξαιρούν ορισμένες περιοχές ή δομές από τις διατάξεις της παραγράφου 1, για λόγους
προστασίας της πολιτιστικής ή ιστορικής κληρονομιάς, για λόγους που σχετίζονται με
συμφέροντα εθνικής άμυνας ή με την ασφάλεια». Παρ’ όλα αυτά δεν κάνει καμία ειδική
πρόβλεψη για εξαίρεση περιοχών για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος: αυτό

θεωρούμε ότι δεν είναι παράλειψη ή υποβάθμιση της αξίας της περιβαλλοντικής
προστασίας, αλλά ο Κανονισμός λαμβάνει ως δεδομένο ότι τα κράτη-μέλη έχουν φροντίσει
να ολοκληρωθούν οι απαραίτητες διαδικασίες για την περιβαλλοντική προστασία: θεσμική
θωράκιση των περιοχών NATURA, προσδιορισμός των επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων και
εφαρμογή μέτρων διατήρησης, προσδιορισμός των Στόχων Διατήρησης, χωροταξικό σχέδιο
για την ανάπτυξη των ΑΠΕ με τους απαραίτητους περιβαλλοντικούς περιορισμούς κτλ. Με
λίγα λόγια, αν δεν ολοκληρωθούν αυτές οι προαπαιτούμενες διαδικασίες για την
περιβαλλοντική προστασία (για τις οποίες η Ελλάδα είναι υπόλογη, άλλωστε) δεν μπορεί να
εφαρμοστεί ένας κανονισμός με τέτοια ευρεία και καθολική ισχύ.
8. Σχετιζόμενες με το παραπάνω είναι και οι προβλέψεις του Άρθρου 6: αν και η
διατύπωση είναι αρκετά επεξηγηματική για το ποιες περιοχές και υπό ποιες προϋποθέσεις
μπορούν να θεωρηθούν «ειδικές περιοχές ανανεώσιμης ενέργειας», διατηρούμε
επιφυλάξεις ως προς την εφαρμογή τους, καθώς υπάρχει το αρνητικό προηγούμενο με τις
ΠΑΠ (Περιοχές Αιολικής Προτεραιότητας), που είχαν χαρακτηριστεί έτσι μόνο βάσει
ανεμολογικών δεδομένων.

Πολιτικοί λόγοι
9. Πέραν των νομικών, με πολιτικούς όρους, είναι εξαιρετικά απογοητευτικό ότι αυτή
η επίθεση στο φυσικό περιβάλλον δεν φαίνεται να μπορεί να κάνει σημαντική διαφορά
στη παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ σε ενωσιακό επίπεδο παρά τις αντίθετες εκτιμήσεις της
Επιτροπής. Η Επιτροπή δυστυχώς δεν φάνηκε ικανή να φέρει μια πρόταση που να
αντιμετωπίζει τα πραγματικά εμπόδια της αδειοδοτικής διαδικασίας που είναι η
γραφειοκρατία, η έλλειψη πλήρους ψηφιοποίησης των διαδικασιών και κυρίως η μεγάλη
έλλειψη πόρων της δημόσια διοίκησης, αρκετών και ειδικευμένων στελεχών που να
υλοποιούν γρήγορα και ορθά την αξιολόγηση και στάθμιση αγαθών και συμφερόντων και να
εκδίδουν άρτιες άδειες που να μην είναι ανοιχτές σε δικαστική αμφισβήτηση, που ιδιαίτερα
στην Ελλάδα οδηγεί σε μακροχρόνιες καθυστερήσεις. Επιπλέον η εκτεταμένη σε πολλές
χώρες της ΕΕ και στην Ελλάδα ανεπάρκεια των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας
αποτελεί μεγάλο εμπόδιο για την απρόσκοπτη ενσωμάτωση νέων μονάδων παραγωγής
ενέργειας από ΑΠΕ.
10. Θα δημιουργηθεί, για όλους τους λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω, επιπρόσθετη
ανασφάλεια και ασάφεια δικαίου, γεγονός που αντί να επιταχύνει θα επιβραδύνει την
ανάπτυξη έργων ΑΠΕ στην ΕΕ και ιδιαίτερα στη χώρας μας. Με άλλα λόγια, η οριζόντια
αναγόρευση των έργων ΑΠΕ σε υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος δεν θα επιταχύνει ούτε
βεβαίως θα βελτιώσει την αδειοδοτική διαδικασία, αλλά θα στείλει το λάθος μήνυμα στους
επενδυτές και θα τους δημιουργήσει την παραπλανητική εντύπωση ότι καταργούνται οι
περιορισμοί του περιβαλλοντικού δικαίου για τα έργα τους, πράγμα που θα οδηγήσει
αναπόδραστα σε περισσότερες προβληματικές αδειοδοτήσεις, σε περισσότερες
αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών (αφού πέραν του περιβάλλοντος θα ζημιώνονται και σε
σχέση με οικονομικές δραστηριότητες, όπως ο τουρισμός ή ο πρωτογενής τομέας) και των
περιβαλλοντικών οργανώσεων, σε περισσότερες αμφισβητήσεις ενώπιον των εθνικών
δικαστηρίων και του ΔΕΕ και επομένως σε μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην εγκατάσταση
ΑΠΕ. Σημειώνεται ότι ειδικά για την Ελλάδα, στρατηγικής σημασίας είναι επίσης ο τουρισμός

και το πολιτιστικό τοπίο, συνυφασμένα με το φυσικό περιβάλλον, και αυτά θα θιχτούν
σοβαρά από την εφαρμογή το άρθρου 2 του κανονισμού.
11. Εξάλλου ανοίγοντας το κουτί της Πανδώρας της περιβαλλοντικής απορρύθμισης
είναι βέβαιο ότι και άλλοι κλάδοι (όπως οι εξορύξεις και η γεωργία) θα ακολουθήσουν
ζητώντας να εξαιρεθούν από τις εγγυήσεις που έχει οικοδομήσει η Ευρωπαϊκή οικογένεια
σταδιακά κι επί πολλές δεκαετίες για να διασφαλίσει ότι οι επόμενες γενιές δεν θα κληθούν
να επιβιώσουν χωρίς φυσικά οικοσυστήματα. Στο μέσον της μαζικής απώλειας ειδών που
είναι θεμελιακά συνυφασμένη με την κλιματική κρίση, είναι ανάγκη να επιμείνουμε όλοι σε
λύσεις καθαρού κέρδους που θα επιτύχουν ταυτόχρονα μείωση των εκπομπών αερίων του
θερμοκηπίου αλλά και αποτελεσματική προστασία των οικοσυστημάτων που αποτελούν και
σύμφωνα με την επίσημη ενωσιακή πολιτική τη βάση της προσαρμογής μας στις επιπτώσεις
που φέρνει η κλιματική κρίση.

Εν κατακλείδι
Για πολλούς διαφορετικούς λόγους, χρειάζεται πράγματι επέκταση της διείσδυσης των ΑΠΕ
αλλά ο τρόπος για να γίνει αυτό δεν είναι η αποδυνάμωση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας
ούτε η κατάλυση του περιβαλλοντικού κεκτημένου, αλλά η επίλυση της γραφειοκρατικής
ανεπάρκειας και των αγκυλώσεων. Κλειδί για την ορθή διείσδυση των ΑΠΕ είναι, όπως
επανειλημμένα έχουμε υποστηρίξει, ο λεπτομερής χωροταξικός σχεδιασμός με σύγχρονους
όρους και κοινωνική συμμετοχή. Για την Ελλάδα αυτό σημαίνει πρότερος χωροταξικός
σχεδιασμός για τις ΑΠΕ με συμμετοχή της κοινωνίας και ανάλυση ευαισθησίας της
βιοποικιλότητας με τα επιστημονικά και τεχνικά εργαλεία που υπάρχουν γι’ αυτόν τον
σκοπό, και μέσω αυτού καθορισμός σε όλη την επικράτεια ζωνών μικρής περιβαλλοντικής
επιβάρυνσης και μικρής σύγκρουσης με άλλες παραγωγικές χρήσεις, στις οποίες θα πρέπει
να εγκαθίστανται με απλοποιημένο τρόπο έργα ΑΠΕ, αλλά και ζωνών αποκλεισμού. Στην
υπόλοιπη επικράτεια, εκτός ζωνών αποκλεισμού, επιτάχυνση της ανάπτυξης των ΑΠΕ θα
φέρει η ορθή και αποτελεσματική διεξαγωγή της διαδικασίας εκτίμησης περιβαλλοντικών
επιπτώσεων και «δέουσας εκτίμησης», με συμμετοχή των πολιτών και δημόσιο διάλογο με
τις τοπικές κοινωνίες και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και όχι η αυταρχική οριζόντια
ρύθμιση, με τις πολιτικές και νομικές συγκρούσεις που θα προκαλέσει.
Επίσης δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα, μεγάλο μέρος των φακέλων αδειοδότησης
για έργα ΑΠΕ εμφανίζουν προβλήματα συμμόρφωσης με την εθνική νομοθεσία
αδειοδότησης έργων. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ΜΠΕ/ΕΟΑ που δεν πληρούν ούτε καν τις
τυπικές προϋποθέσεις της νομοθεσίας/θεσμικού πλαισίου ή εμφανίζουν ανεπάρκεια στο να
αποτυπώσουν ορθά την υφιστάμενη περιβαλλοντική κατάσταση και να εκτιμήσουν ορθά τις
επιπτώσεις. Ποιο ρόλο θα παίξει η εφαρμογή του έκτακτου κανονισμού σε αυτές τις
περιπτώσεις; Είναι πιθανό το γενικό και αόριστο πλαίσιο «επιτάχυνσης της διαδικασίας
αδειοδότησης των ΑΠΕ» του Κανονισμού να ερμηνευτεί σαν «λευκή επιταγή» παροχής
αδειών, ανεξάρτητα από την ποιότητα των ΜΠΕ και τη συμμόρφωσή τους με την εθνική
νομοθεσία; Θεωρούμε ότι ο Κανονισμός δεν μπορεί αυτόματα να παρακάμψει την εθνική
νομοθεσία και η επιτάχυνση πρέπει να αφορά την επίσπευση τυπικών γραφειοκρατικών
διαδικασιών.
Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρούμε ως επιτακτική τη σωστή και γρήγορη ολοκλήρωση

διαδικασιών που χρονίζουν, και συγκεκριμένα των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών
(ΕΠΜ) για τους τόπους Natura 2000 και για την υιοθέτηση του θεσμικού πλαισίου που
προκύπτει από αυτές, καθώς κι ενός σύγχρονου Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού
Σχεδιασμού για τις ΑΠΕ.

Οι Οργανώσεις
1. Αρκτούρος
2. Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης
3. Ελληνική ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ Εταιρεία
4. Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας
5. Εταιρία Προστασίας Πρεσπών
6. Καλλιστώ
7. MEDASSET