Κάποτε, λίγο έξω από το Σούνιο, ήταν ένα μικρό νησάκι. Ο Άγιος Γεώργιος…
Άγιος Γεώργιος. Ναι. Έτσι με λένε, αλλά δεν είχα μονάχα ένα όνομα, είχα και χαϊδευτικό. Με φώναζαν Σαν Τζώρτζη!
Παλιότερα είχα και ένα άλλο όνομα που ξεχάστηκε μέσα στα χρόνια. Βέλβινα. Με αυτό το όνομα με είχαν αναφέρει ο Στράβωνας, ο Σκύλακας και ο Ηρόδοτος στις ιστορίες τους. Βλέπετε, μπορεί να είμαι ένα μικρό νησί αλλά η ιστορία μου είναι μεγάλη.
Το πρόβλημα με εμένα, που λέτε, είναι πως μάλλον δεν τα πάω και πολύ καλά με τους ανθρώπους. Ίσως να φταίει που δεν είμαι τόσο μεγάλο ώστε να φτιάξουν πάνω μου σπίτια, δρόμους, πολυκατοικίες και όλες αυτές τις σύγχρονες ανέσεις. Ίσως να φταίει που δεν έχω νερό πια και δέντρα. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι τα πράγματα.
Παλιότερα, πολύ παλιά, τότε που σας έφταναν τα μικρά σπίτια για να ζήσετε, τότε που δεν χρειαζόσασταν μεγάλους δρόμους για να τρέχετε με τα αυτοκίνητα σας, είχα και εγώ ανθρώπους που έμεναν εδώ. Με είχαν σαν σπίτι τους και με πρόσεχαν. Τους βοήθαγα μάλιστα! Καθόμασταν όλοι μαζί και από νωρίς το πρωί μέχρι να πέσει ο ήλιος καλλιεργούσαμε κριθάρι. Να ζήσουν αυτοί, να ζήσω και εγώ μαζί τους.
Μετά, όταν έφυγαν αυτοί ήρθαν άλλοι, ή καλύτερα τους έφεραν με το ζόρι. Αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ. Πώς γίνεται να φέρεις κάποιον με το ζόρι και να τον αφήσεις σε ένα νησί; Νομίζω πως αυτοί δεν με αγάπησαν και πολύ. Δεν τους έβλεπα πολύ ευχαριστημένους με τις παραλίες μου, ούτε νομίζω πως αισθάνθηκαν τα χαμηλά κτίσματα που έμεναν, αυτό που λέμε «σπίτι» τους. Τους άκουγα τα βράδια εκεί που κάθονταν να μιλάνε για άλλα σπίτια, για άλλους ανθρώπους, για φίλους, για γνωστούς. Θυμάμαι μάλιστα μια λέξη που άκουγα συχνά να λένε με πίκρα αλλά δεν την κατάλαβα ποτέ. Εξορία. Δεν έχει σημασία σκεφτόμουν, που δεν με αγαπάνε. Εγώ είμαι εδώ και για αυτούς. Σπίτι τους.
Αυτό με τα δέντρα πάντως, ήταν πάντα ένα πρόβλημα. Και να πεις πως δεν προσπάθησα; Κάποτε κατάφερα και φύτρωσε ένα! Να, εκεί ψηλά, στην ψηλότερη κορυφή μου. Το είδαν μάλιστα και κάποιοι Λατίνοι γεωγράφοι και αποφάσισαν να με ονομάσουν «Καπέλο ντι Καρντινάλε». Το καπέλο του Καρδινάλιου δηλαδή! Αστείο! Εντάξει, γέλασα και εγώ όταν το άκουσα. Το σοβαρό αλλά και ταυτόχρονα τραγικό όμως -και το κατάλαβα χρόνια αργότερα- ήταν ότι με έβαλαν στον χάρτη. Με σημάδεψαν σαν μια κουκκίδα σε εκείνα τα χαρτιά που έχετε για να χωρίζετε τον κόσμο και να ορίζετε ιδιοκτησίες. Από τότε νομίζω ήταν που άρχισαν τα προβλήματα μου.
Και πέρναγαν τα χρόνια, και οι άνθρωποι λιγόστευαν. Σταμάτησαν να ζουν μαζί μου, αλλά που και που έρχονταν. Έφερναν και ζώα μαζί τους. Ήμουν, λέει, καλό βοσκοτόπι για τους Υδραίους οι οποίοι μάλιστα με θεωρούσαν δικό τους. Όχι σπίτι τους. Απλά δικό τους. Τώρα, αν μπορείτε να το καταλάβετε αυτό να μου το εξηγήσετε και εμένα. Πως γίνεται να είμαι δικό τους αλλά να μην τους έχω δει ποτέ; Να μην έμειναν ποτέ μαζί μου; Να μην έκατσαν ποτέ στα βράχια μου να αγναντέψουμε τη θάλασσα; Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά τα πράγματα.
Πέρασα και ένα πόλεμο. Κάποιοι με χρησιμοποίησαν σαν βάση τους για να κάνουν επιθέσεις. Άσχημα πράγματα αυτά και όσο τα φέρνω στο νου μου βασανίζομαι. Το τελευταίο πάντως που θυμάμαι είναι έναν μοναχό που αποφάσισε να μου κάνει παρέα. Έζησε μαζί μου πριν από περίπου πενήντα χρόνια. Είχε φροντίσει μάλιστα να φέρει και πολύ νερό και φαγητό, μήπως έχουμε κανέναν επισκέπτη. Καλά έκανε, αλλά που τέτοια τύχη. Μόνοι μας μείναμε.
Κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια. Αυτή ήταν η ιστορία μου, η δική μου αλλά και των ανθρώπων που ζήσαμε μαζί. Και εκεί που άρχισα να το παίρνω απόφαση πως τελικά όντως οι άνθρωποι κάτι έχουν μαζί μου, κάτι τους κάνω και δεν μπορούν να με αντέξουν, άρχισαν ξαφνικά να έρχονται και πάλι!
Πλοία να δουν τα μάτια σας! Έρχονταν και με φωτογράφιζαν, περπάταγαν πάνω μου, μίλαγαν με θαυμασμό για τα βουνά μου, έφευγαν και ξανάρχονταν! Τους άκουγα να λένε πως είμαι το ιδανικό νησί, το τέλειο, και σκεφτόμουν «καλά τόσα χρόνια, όλοι οι άλλοι δεν το είχαν καταλάβει; Ευτυχώς που κάποιος το κατάλαβε επιτέλους».
Και συνέχισαν να έρχονται, και άλλοι πολλοί. Και εγώ ήμουν έτοιμος να τους υποδεχτώ όπως ξέρω, όπως έκανα τόσα χρόνια. Έτοιμος να ζήσω μαζί τους! Μέχρι εκείνο το πρωινό πριν από περίπου δύο χρόνια. Μέχρι εκείνο το πρωινό που ήρθαν και άρχισαν να ξεφορτώνουν αυτά τα μεγάλα μηχανήματα. Μέχρι εκείνο το πρωινό που τους άκουσα να μιλάνε με νούμερα και όρους μηχανικούς και κατάλαβα.
Τους άκουσα να λένε πως θα ισιώσουν τα βουνά μου, πως θα φτιάξουν δρόμους παντού μήκους 11 χιλιομέτρων, πως θα φτιάξουν έναν υποσταθμό, πως θα με συνδέσουν με το εργοστάσιο της ΔΕΗ στο Λαύριο με ένα καλώδιο υψηλής τάσης, πως θα σκάψουν και θα φτιάξουν λιμάνι και χερσαία ζώνη 7.500 τ.μ., πως θα ρίξουν χώματα, πως θα με ισοπεδώσουν και θα εγκαταστήσουν 23 ανεμογεννήτριες! Που θα τα κάνουν όλα αυτά; Πάνω μου; Και τα πουλιά, τα λιγοστά ζώα, τα φυτά; Οι μόνοι πιστοί σύντροφοί μου όλα αυτά τα χρόνια; Τι θα απογίνουν;
Δεν άντεξα και έκλεισα τα μάτια. Δεν άντεχα να τα δω όλα αυτά. Ήξερα πως οι άνθρωποι δεν με συμπάθησαν ποτέ, αλλά αυτό δεν μπορούσα να το φανταστώ. Έκλεισα τα μάτια και περίμενα να περάσει όλος αυτός ο σαματάς. Έκλεισα τα μάτια και τα άνοιξα, μόλις έπεσε ο κουρνιαχτός.
Πλέον δεν είμαι ο Άγιος Γεώργιος. Δεν είμαι ο Σαν Τζώρτζης, ούτε η Βέλβινα, ούτε καν το καπέλο του Καρδινάλιου. Είμαι το αιολικό πάρκο της «ΤΕΡΝΑ» και παράγω ενέργεια 73,2 MW.
Πηγή: Tetarto Press