«Ανοιχτοί λογαριασμοί» για τις περιοχές Νatura
Προς νέα παραπομπή στο Ευρωδικαστήριο για την πλημμελή φροντίδα των προστατευόμενων περιοχών οδεύει η Ελλάδα. Αυτή τη φορά η υπόθεση αφορά τη διαδικασία έγκρισης έργων σε περιοχές Natura, η οποία δείχνει σήμερα να εξυπηρετεί αποκλειστικά τη δρομολόγηση των έργων, χωρίς να προηγείται το απαραίτητο «ξεκαθάρισμα» των αιτήσεων. Δυσάρεστα είναι τα νέα και από το μέτωπο της έτερης υπόθεσης, της απουσίας μέτρων προστασίας, καθώς οι ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες παρουσιάζουν μεγάλες καθυστερήσεις και θεωρείται πολύ πιθανό να μην έχουν ολοκληρωθεί ούτε μέχρι το τέλος του 2022, παρότι η Ελλάδα μετράει ήδη μια ευρω-καταδίκη.
Σύμφωνα με πηγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο επίκεντρο της νέας παραπομπής βρίσκεται η ορθή ενσωμάτωση και εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας χλωρίδας και πανίδας. Στο συγκεκριμένο άρθρο η οδηγία προβλέπει ότι κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του προστατευόμενου τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να τον επηρεάζει σημαντικά –μόνο του ή από κοινού με άλλα σχέδια– πρέπει εκ των προτέρων να εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησης της προστατευόμενης περιοχής (που πολύ «βολικά» η Ελλάδα εξακολουθεί να μην έχει ολοκληρώσει). Η «δέουσα εκτίμηση» πρέπει να πραγματοποιείται πριν από την έγκριση ενός σχεδίου, ουσιαστικά και από τη συνήθη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης: ένα πρώτο πράσινο φως.
Και δεύτερο μέτωπο: η Ελλάδα μετράει ήδη μία καταδίκη για την απουσία μέτρων προστασίας τους.
Η Ελλάδα έχει ενσωματώσει και εφαρμόζει με λανθασμένο τρόπο την οδηγία. Κατ’ αρχήν, η διαδικασία της δέουσας εκτίμησης είναι τμήμα της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης, δηλαδή δεν προηγείται. Επίσης, η «ειδική οικολογική αξιολόγηση» που απαιτείται σε κάποιες περιπτώσεις (λ.χ., για αιολικά μέσα ή δίπλα σε περιοχές σημαντικές για την ορνιθοπανίδα), δεν κατατίθεται ανεξάρτητα αλλά στο πλαίσιο της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Επιπλέον, τη δέουσα εκτίμηση δεν πραγματοποιεί ανεξάρτητη αρχή, αλλά η υπηρεσία αδειοδότησης του υπουργείου Περιβάλλοντος και μόνο για τα έργα που αυτή είναι υπεύθυνη. Περαιτέρω, η γνώμη του αρμόδιου φορέα για την προστατευόμενη περιοχή (παλαιότερα οι φορείς διαχείρισης, τώρα του ΟΦΥΠΕΚΑ) δεν θεωρείται δεσμευτική – υπάρχουν περιπτώσεις έργων που εγκρίθηκαν από Αποκεντρωμένες Διοικήσεις ή Περιφέρειες στις οποίες η αρνητική γνώμη του φορέα παρακάμφθηκε. Η διαδικασία που προέβλεψε νομοθετικά το υπουργείο Περιβάλλοντος, δηλαδή η παραπομπή της υπόθεσης σε ένα Κεντρικό Συμβούλιο Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης, φαίνεται επίσης ότι αντιβαίνει το πνεύμα της οδηγίας. Τέλος, η Ελλάδα έχει «επιλέξει» να εφαρμόζει (έστω και στρεβλά) τη δέουσα εκτίμηση μόνο σε έργα κατηγορίας Α και Β και όχι σε όλα τα έργα.
Εν τω μεταξύ, στο έτερο ανοιχτό μέτωπο (αυτό του καθορισμού μέτρων διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών) δεν σημειώνεται καμία ουσιαστική εξέλιξη. Η Ελλάδα είχε καταδικαστεί το 2020 επειδή δεν καθόρισε εντός προθεσμίας (δηλαδή έως το… 2012) τους απαιτούμενους στόχους διατήρησης και δεν θέσπισε τα αναγκαία μέτρα διατήρησης για προστατευόμενα είδη και οικοτόπους στις περιοχές Natura 2000. Οι ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες, που ανατέθηκαν με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, βρίσκονται ακόμα υπό εκπόνηση καθώς (μεταξύ άλλων) το ΥΠΕΝ έχει τροποποιήσει νομοθετικά αρκετές φορές το περιεχόμενό τους. Οι μελέτες έπρεπε να ήταν έτοιμες στο τέλος του 2021 και έχουν λάβει παράταση για το τέλος του 2022 με μικρές πιθανότητες να έχουν ολοκληρωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 23 μελέτες, μόλις τρεις τέθηκαν σε δημόσια διαβούλευση πριν από μερικούς μήνες.
Πηγή: kathimerini.gr