ΕΦΣΥΝ: Αμεσος ο κίνδυνος ενεργειακής κατάρρευσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων Άρης Χατζηγεωργίου

Ο καθηγητής Παντ. Κάπρος μιλώντας στο σεμινάριο του ΙΕΝΕ, δεν απέκλεισε το σενάριο οι υπερδιογκωμένες τιμές να φτάσουν έως τον χειμώνα του 2023

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η χονδρική τιμή στην Ελλάδα προσδιορίζεται χρηματιστηριακά με τρόπο που όλοι εισπράττουν βάσει της ακριβότερης προσφοράς και εάν στο ενεργειακό μείγμα συμμετέχουν εργοστάσια που καίνε ακριβό φυσικό αέριο, εισπράττουν το ίδιο τίμημα και όσοι παράγουν με άλλους τρόπους, όπως η ΔΕΗ με τα μηδενικού κόστους υδροηλεκτρικά.

Με μια έκκληση να περιοριστούν τα «ουρανοκατέβατα κέρδη» που έφερε και φέρνει η παραγωγή ηλεκτρισμού μέσα στην κρίση προκειμένου να μην καταρρεύσουν τα νοικοκυριά αλλά και η επιχειρηματικότητα από τη συνεχή διόγκωση του ενεργειακού κόστους, ολοκληρώθηκε το διαδικτυακό σεμινάριο που οργάνωσε χθες το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ). Ενα βασικό συμπέρασμα είναι ότι η χώρα μας δεν είναι μόνον η πρωταθλήτρια με την ακριβότερη χονδρική τιμή ρεύματος αλλά και εκείνη στην οποία ο τελικός καταναλωτής πλήττεται περισσότερο από την τιμή αυτή.

Στο ξεκίνημα και το τελείωμα της εκδήλωσης μίλησε ο καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο ΕΜΠ, Παντελής Κάπρος, ο οποίος ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο αναφερόταν στα «ουρανοκατέβατα κέρδη» (windfall profits) των εταιρειών που παράγουν ηλεκτρισμό. Τα κέρδη αυτά προκύπτουν κυρίως από το γεγονός ότι η χονδρική τιμή προσδιορίζεται χρηματιστηριακά με τρόπο που όλοι εισπράττουν βάσει της ακριβότερης προσφοράς. Εάν δηλαδή στο ενεργειακό μείγμα συμμετέχουν εργοστάσια που καίνε ακριβό φυσικό αέριο, εισπράττουν το ίδιο τίμημα και όσοι παράγουν με άλλους τρόπους, όπως η ΔΕΗ με τα μηδενικού κόστους υδροηλεκτρικά φράγματα. Ορισμένοι από τους παραγωγούς, όπως εκείνοι που διαθέτουν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά, υποχρεώνονται να επιστρέφουν τα παραπάνω έσοδα και με τον τρόπο αυτό εξοικονομούνται πόροι για την επιδότηση στους λογαριασμούς.

Ομως, στις πιο οργανωμένες αγορές της Βόρειας Ευρώπης οι υψηλές χονδρικές τιμές δεν έχουν ώς τώρα φτάσει στον τελικό καταναλωτή όπως στην Ελλάδα. Ο λόγος είναι ότι εκεί οι τιμές καταναλωτή καθορίζονται σε μικρό μόνο ποσοστό από το Χρηματιστήριο Ενέργειας και σε όλο το υπόλοιπο από διμερή μακροπρόθεσμα συμβόλαια μεταξύ των προμηθευτών και των παραγωγών ενέργειας. Ετσι, οι προμηθευτές εξασφαλίζουν χαμηλές τιμές κόστους και μπορούν να προστατεύουν τους καταναλωτές τους. Υπενθυμίζεται ότι σε παλαιότερη αναφορά του ο πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) Αθ. Δαγούμας είχε παραδεχτεί ότι δεν προχωρούν τα διμερή μακροχρόνια συμβόλαια διότι αντιδρά το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας.

Ο καθηγητής Παντ. Κάπρος, που δεν απέκλεισε το σενάριο οι υπερδιογκωμένες τιμές να φτάσουν έως τον χειμώνα του 2023, ζήτησε ριζοσπαστικές λύσεις όπως την κατάργηση του ορίου του 20% για την υποχρέωση της ΔΕΗ (ως δεσπόζουσας στην αγορά) επί της παραγωγής μέσω προθεσμιακών συμβολαίων. Εννοείται ότι αυτό δημιουργεί ρίσκο για τη ΔΕΗ και μειώνει τα υπερκέρδη της (880 εκατ. αναμένονται και για το 2021) αλλά, όπως είπε, είναι προτιμότερο από το να οδηγηθούμε στην «κατακρήμνιση του σαθρού συστήματος ανταγωνισμού στην Ελλάδα».

Οι ομιλητές αναφέρθηκαν εκτενώς στον εφησυχασμό της Ευρώπης που επωφελήθηκε επί χρόνια από τις χαμηλές τιμές του φυσικού αερίου σχεδιάζοντας την «πράσινη» μετάβαση και τώρα βρέθηκε απροετοίμαστη. Και πάλι όμως η Ελλάδα είναι από τις χώρες με την υψηλότερη εξάρτηση από το εισαγόμενο φυσικό αέριο καθώς αλλού λειτουργούν πυρηνικά εργοστάσια ή συνεχίζεται η παραγωγή από λιγνίτες. Αίσθηση προκάλεσαν η προσπάθεια του εκπροσώπου της Elpedison Ανδρέα Πετροπουλέα να επιχειρηματολογήσει ότι δεν ισχύει η ακριβότερη χονδρική τιμή στην Ελλάδα λόγω φυσικού αερίου γιατί και άλλες χώρες με σχετικά υψηλή χονδρική παράγουν με άλλους τρόπους, όπως και η αναφορά της Αλεξάνδρας Ψυρρή (ΔΕΗ) ότι οι χαμηλότερες επιπτώσεις στον πληθωρισμό παρατηρούνται στις χώρες που έχουν μεγάλη παραγωγή από πυρηνικά εργοστάσια.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών