ΕΦΣΥΝ: «Πράσινη» υφαρπαγή γης και άντληση προσόδων από τα τοπία

Στη χώρα μας, ευνοημένη από τον ήλιο και την πυκνή κάλυψη με ψηλά βουνά, βιώνουμε μια αντίφαση: από τη μια πλευρά αντιμετωπίζουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και θεσμικά έχουμε αποφασίσει τον περιορισμό των ορυκτών καυσίμων που καταστρέφουν το περιβάλλον. Από την άλλη, η υποκατάσταση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ έχει αποτέλεσμα μια πρωτοφανή επέλαση επενδύσεων με πολυδιάστατες και μη αναστρέψιμες καταστροφικές συνέπειες στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, ενώ παράλληλα χρειάζονται και τα ορυκτά καύσιμα για να καλύψουν τη διακοπτόμενη λειτουργία τους.

Στη χώρα μας, ευνοημένη από τον ήλιο και την πυκνή κάλυψη με ψηλά βουνά, βιώνουμε μια αντίφαση: από τη μια πλευρά αντιμετωπίζουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και θεσμικά έχουμε αποφασίσει τον περιορισμό των ορυκτών καυσίμων που καταστρέφουν το περιβάλλον. Από την άλλη, η υποκατάσταση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ έχει αποτέλεσμα μια πρωτοφανή επέλαση επενδύσεων με πολυδιάστατες και μη αναστρέψιμες καταστροφικές συνέπειες στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, ενώ παράλληλα χρειάζονται και τα ορυκτά καύσιμα για να καλύψουν τη διακοπτόμενη λειτουργία τους.

Η βασική παράμετρος χωροθέτησης των Α/Γ είναι προφανής: χρειάζεται γη με σημαντικό αιολικό δυναμικό η οποία υπάρχει στις κορυφογραμμές, γιατί στην Ελλάδα δεν έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα τα υπεράκτια αιολικά πάρκα. Αυτό ήταν εξάλλου και το μοναδικό κριτήριο του χωροταξικού των ΑΠΕ το 2008

Η αντίφαση αυτή έχει τις ρίζες της στην ανάθεση επίλυσης των περιβαλλοντικών προβλημάτων στο λεγόμενο «πράσινο» κεφάλαιο, στην προκειμένη περίπτωση στις ΑΠΕ. Δικαίως λοιπόν έχουν αναπτυχθεί σε όλη την Ελλάδα κινήματα πολιτών ενάντια στην καταστροφική επέλαση των ανεμογεννητριών (Α/Γ) στις κορυφογραμμές, για την οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια.

Πριν όμως μιλήσω γι’ αυτό που ονομάζω «πράσινη» υφαρπαγή γης και άντληση προσόδων από τα τοπία, θυμίζω τέσσερα σημεία που ήδη γνωρίζουμε για τις Α/Γ.

1. Οι Α/Γ αποτελούν τμήμα των επενδυτικών σχεδίων του λεγόμενου «πράσινου» κεφαλαίου, το οποίο εκμεταλλευόμενο την κλιματική κρίση έχει βρει ένα νέο παράθυρο ευκαιρίας για υψηλή κερδοφορία. Οπως συμβαίνει πάντα, το κεφάλαιο διευκολύνεται από κρατικές πολιτικές μέσω ειδικών θεσμικών ρυθμίσεων ή την απουσία τους και άμεσων επιδοτήσεων. Στην Ελλάδα οι καθυστερήσεις επικύρωσης των δασικών χαρτών και η απουσία σύγχρονου χωροταξικού σχεδίου για τις ΑΠΕ είναι δύο μόνο ενδείξεις, πέρα από τις εκατοντάδες πελατειακές ρυθμίσεις σε τοπικό επίπεδο.

2. Οι Α/Γ ως επενδύσεις του «πράσινου» καπιταλισμού γρήγορα γιγαντώθηκαν για να αναπτύξουν οικονομίες κλίμακας και μετατράπηκαν σε ΒΑΠΕ, σε βιομηχανικές ΑΠΕ. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερο μέγεθος Α/Γ, πιο πυκνές χωροθετήσεις, εκτεταμένα δίκτυα μεταφοράς και μεγαλύτεροι δρόμοι προσπέλασης στις βουνοκορφές.

3. Ο χαρακτήρας των ΒΑΠΕ είναι ολιγοπωλιακός και στην Ελλάδα ελέγχεται από ένα μικρό καρτέλ επιχειρηματικών οικογενειών, συνδεδεμένων με βιομηχανικές, εκδοτικές και τραπεζικές δραστηριότητες με άμεση πρόσβαση στις εκάστοτε κυβερνήσεις. Επειδή ο εξοπλισμός έρχεται από το εξωτερικό, το τεράστιο κόστος επένδυσης έχει ελάχιστη προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία, επιβαρύνει υπέρμετρα το εμπορικό ισοζύγιο, ενώ δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας πέραν των ευκαιριακών την περίοδο των κατασκευών.

4. Από δεκάδες μελέτες έχουν τεκμηριωθεί οι αιτίες οι οποίες υποβαθμίζουν ή/και καταστρέφουν τη βιοποικιλότητα της περιοχής εγκατάστασης των Α/Γ. Η ισοπέδωση του ορεινού ανάγλυφου, οι τεράστιες βάσεις από τσιμέντο, η διάνοιξη μεγάλου πλάτους και πολλών χιλιομέτρων δρόμων σε απάτητες πλαγιές, τα χιλιόμετρα δικτύων μεταφοράς της ενέργειας και τέλος η ίδια η λειτουργία τους έχουν μη αναστρέψιμες αρνητικές επιπτώσεις σε σειρά παραγόντων, όπως στη διάβρωση των εδαφών, στα δάση, στους υγροβιότοπους, στα πουλιά, στην κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία, μεταξύ πολλών άλλων. Η καταστροφή αποκτά δραματικές διαστάσεις σε περιοχές Natura, σε μεταναστευτικούς διαδρόμους πουλιών και σε περιοχές χωρίς ανθρώπινη παρουσία (π.χ. βραχονησίδες, περιοχές χωρίς δρόμους, βουνοκορφές κ.α.).

Η βασική παράμετρος χωροθέτησης των Α/Γ είναι προφανής: χρειάζεται γη με σημαντικό αιολικό δυναμικό η οποία υπάρχει στις κορυφογραμμές, γιατί στην Ελλάδα δεν έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα τα υπεράκτια αιολικά πάρκα. Αυτό ήταν εξάλλου και το μοναδικό κριτήριο του χωροταξικού των ΑΠΕ το 2008. Ενώ λοιπόν στη θεωρία οι Α/Γ δεν έχουν τις χωροθετικές δεσμεύσεις των ορυκτών καυσίμων, εν τούτοις υπόκεινται κι αυτές στους περιορισμούς που επιβάλλουν οι ολιγοπωλιακές χωροθετήσεις: χρειάζονται κορυφογραμμές με σημαντικό αιολικό δυναμικό, σχετικά εύκολη προσπέλαση, ύπαρξη δικτύων μεταφοράς ενέργειας και γειτνίαση με κέντρα κατανάλωσης.

Οι συνθήκες αυτές ερμηνεύουν γιατί η Βοιωτία, η νότια Εύβοια, η Πελοπόννησος, η ανατολική Κρήτη ήταν από τις πρώτες που επιλέχτηκαν και μέχρι σήμερα έχουν τη μεγαλύτερη πυκνότητα Α/Γ. Ερμηνεύουν επίσης τη διεκδίκηση της ίδιας κορυφογραμμής από πολλές εταιρείες (ένα στα τρία έργα διεκδικείται από παραπάνω του ενός επενδυτές) και την καθυστερημένη επέλαση Α/Γ στις Κυκλάδες λόγω έλλειψης υποθαλάσσιων συνδέσεων, παρά το γεγονός του υφιστάμενου αιολικού δυναμικού, όπως θυμίζει η τοπική παράδοση των ανεμόμυλων.

Σε ποιον όμως ανήκει η γη στις βουνοκορφές; Με εξαίρεση την Κρήτη, τα Κύθηρα και λίγες ακόμη περιοχές στην υπόλοιπη Ελλάδα, η γη των βουνοκορφών είναι κυρίως δημόσια ή δημοτική ανάλογα τη χρήση (αλπική ζώνη, δασική, βοσκοτόπια κ.ά.). Κι εδώ ανοίγει η συζήτηση για την υφαρπαγή των βουνοκορφών ως ειδικής κατηγορίας γης.

Με τον όρο υφαρπαγή περιγράφω την επιτήδεια πράξη υπεξαίρεσης γης η οποία πραγματοποιείται με βία και δόλο (1). Ο στόχος της στην περίπτωση των Α/Γ είναι κυρίως η δημόσια και η δημοτική γη και σε ορισμένες περιπτώσεις και η ιδιωτική. Αυτό πραγματοποιείται με τέσσερις αλληλοσυμπληρούμενους τρόπους: α) σπανίως με αυθαίρετη και παράνομη κατοχή και χρήση εκτάσεων, β) περισσότερο συχνά με συναλλαγές (πώληση, παραχώρηση, μίσθωση) με όρους και αντίτιμο σε βάρος του Δημοσίου ή του δήμου, γ) όταν ιδιωτικοποιούνται δημόσια/κοινοτική γη, κτίρια, υποδομές, και δ) πολύ συχνότερα όταν αλλάζουν προς το χειρότερο, καταργούνται ή δημιουργούνται νέοι θεσμοί και νομοθεσία που ευνοούν τα παραπάνω (π.χ. απουσία χωροταξικού ΑΠΕ και δασικών χαρτών, αλλαγές στον ορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης, αλλαγή επιτρεπόμενων χρήσεων σε προστατευμένες περιοχές κ.ά.)

Η συγκυρία της κλιματικής κρίσης, οι ευρωπαϊκοί και εθνικοί στόχοι μείωσης των ορυκτών καυσίμων, η παράλογη επίσπευση της απο-λιγνιτοποίησης στην Ελλάδα και η ένταξη των ΒΑΠΕ στην κατηγορία των στρατηγικών επενδύσεων με υψηλά κίνητρα επιδοτήσεων έχουν αποτέλεσμα τη μαζική επέλαση Α/Γ σε κάθε διαθέσιμη κορυφογραμμή.

Το ενδιαφέρον από τα κερδοσκοπικά «πράσινα» κεφάλαια είναι πολύ μεγάλο και μετατρέπει κάθε διαθέσιμη κορυφογραμμή σε δυνάμει αιολικό πάρκο.

Η επέλαση όμως είναι και η αιτία για μαζικές αντιδράσεις από πολίτες, περιβαλλοντικές οργανώσεις, κάποιους δήμους και περιφερειακά συμβούλια. Οι αντιδράσεις είναι πολλών ειδών, από ήπιες και θεσμικές διαμαρτυρίες μέχρι μαχητικούς ακτιβισμούς εμποδίζοντας τη διέλευση μηχανημάτων. Ωστόσο οι ΒΑΠΕ δεν είναι οι μόνες που δημιουργούν συγκρούσεις μεταξύ κεφαλαίου και κοινωνίας των πολιτών με επίδικο την προστασία του περιβάλλοντος.

Στην κυρίαρχη αντίθεση «πράσινου» κεφαλαίου-κινημάτων ενάντια στις Α/Γ παρεμβάλλονται θεσμικοί δρώντες, όπως η ΡΑΕ, ο ΑΔΜΗΕ, η ΛΑΓΕ, η διοικητική εξουσία (κράτος, δήμοι, περιφέρειες) και η δικαστική εξουσία. Παρεμβάλλονται επίσης και επιχειρηματικά συμφέροντα αν αυτά βλάπτονται με διάφορους τρόπους από την εγκατάσταση και λειτουργία των Α/Γ. Το «πράσινο» κεφάλαιο και οι θεσμικοί δρώντες που εγκρίνουν την εγκατάσταση και λειτουργία των Α/Γ ενδιαφέρονται για δύο χαρακτηριστικά της γης των βουνοκορφών.

Α) Η γη στις βουνοκορφές, πρώτα απ’ όλα, έχει υλική, φυσική διάσταση με συγκεκριμένη γεωμορφολογία, λιθολογία και γεωμετρία, ορίζει τον υδροκρίτη, έχει θέση στον χάρτη και διοικητική ένταξη (δήμος, περιφέρεια) και έχει συγκεκριμένα φυσικά χαρακτηριστικά, όπως υψόμετρο, προσανατολισμό και αιολικό δυναμικό.

Β) Η εξουσία με ελέγχους και θεσμικές ρυθμίσεις παράγει άυλες σχέσεις μεταξύ τμημάτων γης και μεταξύ ατόμων/ομάδων, π.χ. ορίζει ποια γη είναι δασική, ποια είναι NATURA και στην περίπτωσή μας πού μπορούν να εγκατασταθούν Α/Γ. Οι οριοθετήσεις στη συνέχεια μετατρέπουν τις άυλες σχέσεις σε υλικές αξίες, δηλαδή τα τμήματα γης αποκτούν διαφορετική χρηματική αξία, δημιουργούν δυνατότητα ολιγοπωλιακών προσόδων σε κάποιες κορυφογραμμές και όχι σε άλλες.

Είναι προφανές ότι το «πράσινο» κεφάλαιο αντιμετωπίζει τις βουνοκορφές ως οικόπεδα με κατάλληλα χαρακτηριστικά για Α/Γ. Γι’ αυτό επιδιώκει ευνοϊκές ρυθμίσεις από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, στις ΜΠΕ που υποβάλλει για έγκριση αποσιωπά τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στα οικοσυστήματα, υφαρπάζει τη γη εγκατάστασης και διέλευσης οδών και, τέλος, με δωρεές σε τοπικούς δήμους προσπαθεί να περιορίσει τοπικές αντιδράσεις. Δεν διστάζει όμως να υλοποιήσει προσωπική τρομοκρατία και εκδικητικές δικαστικές μηνύσεις τύπου SLAPPs, ακόμα και την αστυνομική καταστολή. Υπάρχουν όμως δύο ακόμη χαρακτηριστικά της γης στις κορυφογραμμές τα οποία αποτελούν τη βάση για τις αντιδράσεις των κοινωνικών κινημάτων και των λίγων δήμων/περιφερειών.

Γ) Η γη των βουνοκορφών υφίσταται ως αναπαράσταση, ως φαντασία, ως μνήμη, ως αισθητική αξία και ως συμβολισμός για τους ντόπιους και τους επισκέπτες. Οι αναπαραστάσεις και οι συμβολισμοί αποτελούν την πρώτη ύλη στη μυθολογία, στην ιστοριογραφία, στη χαρτογραφία, στα δημοτικά τραγούδια και στη λογοτεχνία. Και το κυριότερο, έχουν καταγραφεί στη συλλογική μνήμη, περνώντας από γενιά σε γενιά.

Δ) Τέλος, η γη των βουνοκορφών αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας, η γη είναι η βασική παράμετρος της οικολογίας. Η προστασία και η βιώσιμη διαχείριση των οικοσυστημάτων, άρα και της γης των βουνοκορφών, είναι προϋπόθεση για την επιβίωση όλων των οργανισμών που ζουν στον τόπο μας.

Για το «πράσινο» κεφάλαιο και την εξουσία το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα δύο πρώτα χαρακτηριστικά, παίρνουν όμως σοβαρά υπόψη τους και τα υπόλοιπα δύο, για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις τοπικές και υπερ-τοπικές αντιδράσεις. Αντιθέτως, οι τοπικές κοινότητες και οι σύμμαχοί τους δίνουν προτεραιότητα στα δύο τελευταία χαρακτηριστικά, όμως και αυτοί αναζητούν επιχειρήματα για τον αγώνα τους στα δύο πρώτα χαρακτηριστικά.

Ετσι, στη διεκδίκηση των βουνοκορφών αναφύεται ένα αξιακό χάσμα μεταξύ των κοινωνικών δρώντων, γνωστό και από άλλες περιβαλλοντικές συγκρούσεις, το οποίο συμπυκνώνει τριών ειδών συνιστώσες και κλίμακες: παγκόσμιες (κλιματική κρίση, διεθνικό κεφάλαιο), εθνικές/ευρωπαϊκές (συγκεκριμένες πολιτικές, εθνικό καρτέλ, εθνικές περιβαλλοντικές οργανώσεις) και τοπικές (συγκεκριμένες κορυφογραμμές, δήμοι, τοπικό κίνημα).

Τα παραπάνω τέσσερα χαρακτηριστικά της γης των βουνοκορφών, τα οποία όπως είδαμε διεκδικούνται με διαφορετικούς τρόπους από τους κοινωνικά δρώντες, συγκροτούν και αυτό που ονομάζουμε στη γεωγραφία τοπίο. Είναι το ορατό τμήμα της γης το οποίο συγκροτείται από υλικά και συμβολικά χαρακτηριστικά και είναι δυνατό να γίνει αντιληπτό «με το βλέμμα».

Για τις κοινότητες της υπαίθρου το τοπίο ήταν και είναι σωματοποιημένο: το βλέπεις, το κατοικείς, το δουλεύεις, μετριέται με τις δυνατότητες και τις ανάγκες του σώματος που αξιοποιεί τα δάση, οργώνει, καλλιεργεί δέντρα, βόσκει τα ζωντανά ή οργανώνει δραστηριότητες υπαίθρου με σεβασμό στο τοπίο. Ηταν αποτέλεσμα του καθημερινού μόχθου που τελικά αποτυπώνεται στην κλίμακα και στην οικολογική χρήση του τοπίου, αλλά και στα δημοτικά τραγούδια και στις μουσικές. Αποτελεί συλλογικό αγαθό, ένα τοπικό συμβολικό κεφάλαιο, όπως το ορίζει ο Πιερ Μπουρντιέ.

Γι’ αυτό τα τοπία αποκτούν μεγάλη αλλά διαφοροποιημένη ανά κοινωνική ομάδα σημασία στη συλλογική ταυτότητα ενός τόπου και στη βιώσιμη οικολογική αναπαραγωγή του. Σήμερα από τη σωματοποιημένη σχέση με τη γη και τα τοπία, οι περισσότεροι θα κρατήσουν μόνο το βλέμμα που έμελλε να γίνει έτσι η βασική είσοδος-παράμετρος ανάλυσης κάθε τόπου ως τοπίου: το βλέμμα του παρατηρητή είναι αυτό που επιλέγει τι να δει και πώς να το δει.

Το τοπίο στην Ελλάδα ορίζεται από το φυσικό ανάγλυφο της ελληνικής χερσονήσου και τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στα πολλά βουνά, τις λίγες και μικρές πεδιάδες, στις δαντελωτές ακτές και στα πολλά νησιά. Στη συγκρότηση του ορεινού τοπίου, κυρίαρχη γεωμορφή του φυσικού ανάγλυφου είναι οι βουνοκορφές, οι οποίες αποτελούν την πιο ορατή παράμετρο αλλά και την πιο κρίσιμη για τις φυσικές διεργασίες και την οικολογία του τοπίου γιατί ορίζουν τον υδροκρίτη, δηλαδή τις λεκάνες απορροής του νερού.

Οι υδροκρίτες μαζί με τη λιθολογία καθορίζουν με τη σειρά τους την οικολογία των ορεινών τοπίων με ανομοιογενείς συστάδες βλάστησης, γραμμικά στοιχεία βλάστησης και νερού, χαραδρώσεις και τη βιολογική και ζώσα παραγωγή του τοπίου (χλωρίδα και πανίδα). Η καταστροφή του υδροκρίτη από την ισοπέδωση των κορυφογραμμών για την κατασκευή των τεράστιων βάσεων Α/Γ προξενεί τεράστια οικολογική καταστροφή στα κατάντι, διαταράσσοντας τις παραπάνω φυσικές διεργασίες και προξενώντας διάβρωση των πετρωμάτων και των εδαφών.

Αυτά τα κρίσιμα χαρακτηριστικά των ελληνικών τοπίων «καταστρέφουν δημιουργικά», όπως θα έλεγε ο Μαρξ, οι Α/Γ, δημιουργώντας προσόδους για τους επενδυτές. Οπως κάποιος εισπράττει ενοίκιο από μια προνομιακή επιχείρηση real estate σε μοναδική θέση, δηλαδή εκμεταλλευόμενος τα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά της γης, έτσι και οι επιχειρήσεις των ΒΑΠΕ απολαμβάνουν προσόδους εκμεταλλευόμενες τις ολιγοπωλιακές θέσεις των κορυφογραμμών, με άλλα λόγια εισπράττουν ενοίκιο από τη γη. Ομως η καπιταλιστική ιδιοποίηση των τοπίων παράγει και αντιφάσεις που οδηγούν συχνά σε κρίσεις.

ΑΠΕ ΜΠΕ/ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΣΑΪΤΑΣ

Αναφύονται αντιδικίες μεταξύ μερίδων του κεφαλαίου όταν διεκδικούν τα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά της ίδιας περιοχής, όπως η αντιδικία μεταξύ εταιρειών Α/Γ για την ίδια κορυφογραμμή και εταιρειών με Α/Γ και τουριστικών συμφερόντων που επιδιώκουν τη διατήρηση του τοπίου των κορυφογραμμών. Οι τελευταίες ιδιοποιούνται, χωρίς να πληρώνουν, το συλλογικό τοπικό κεφάλαιο της θέασης του τοπίου. Οι περιπτώσεις των τουριστικών νησιών, άλλες περιοχές στην Κρήτη και του τοπίου του κάμπου της Αμφισσας και των γύρω βουνών είναι λίγα από τα πολλά αντίστοιχα παραδείγματα.

Στο σύντομο αυτό κείμενο προσπάθησα να φωτίσω κάποιες λιγότερο γνωστές πτυχές του σύνθετου προβλήματος που συζητάμε. Η δικτύωση και ο ακτιβισμός των κοινωνικών κινημάτων είναι απαραίτητα, όσο απαραίτητες είναι και οι θεσμικές παρεμβάσεις, κεντρικές και τοπικές, για έλεγχο και ρύθμιση της σημερινής παραβατικής συμπεριφοράς των επενδύσεων ΒΑΠΕ, αν και οι σημερινές συνθήκες με κυβέρνηση της Ν.Δ. δεν το ευνοούν.

Ωστόσο, από την εμπειρία γνωρίζουμε ότι κανένας αγώνας δεν χάνεται, αν δεν αρχίσει και αν δεν συνεχίσει οργανωμένα. Και ας θυμηθούμε αυτό που έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις για άλλους αγώνες που υπερασπίζονταν κι αυτοί συλλογικές μνήμες, συμβολισμούς και αισθητικές αξίες: «Μην υποτιμάτε την ευαισθησία, θεωρώντας την κάτι εύθραυστο και υποδεέστερο. Είναι η πιο σκληρή δύναμη του κόσμου, που μ’ αυτήν τον κατακτάς».

*Ομότιμος καθηγητής, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, [email protected]


Το κείμενο ολοκληρώθηκε πριν το νέο και πολύ χειρότερο θεσμικό πλαίσιο και βασίζεται σε διαδικτυακή παρουσίαση για τη σωτηρία του Μαίναλου από την επέλαση των Α/Γ (βλ. SOS Μαίναλο). Ευχαριστώ τους οργανωτές για την πρόσκληση.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών